- αμμορία
- ἀμμορία, η (Α) [ἄμμορος](ποιητικός τύπος αντί τού ἀμορία, που δεν είναι σε χρήση) έλλειψη καλής μοίρας, δυστυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμμορία — ἀμμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc/acc dual ἀμμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμορίαν — ἀμμορίᾱν , ἀμμορία what is not fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμορίην — ἀμμορία what is not fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμορίης — ἀμμορία what is not fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορία — ἀμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc/acc dual ἀμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀμορίᾱ , ἀμορία fem nom/voc/acc dual ἀμορίᾱ , ἀμορία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορίας — ἀμορίᾱς , ἀμμορία what is not fem acc pl ἀμορίᾱς , ἀμμορία what is not fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμορίᾱς , ἀμορία fem acc pl ἀμορίᾱς , ἀμορία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμμορος — ἄμμορος, ον (Α) (ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος) 1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι 2. αυτός που στερείται κάτι 3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη». ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία] … Dictionary of Greek
ἀμορίαν — ἀμορίᾱν , ἀμμορία what is not fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμορίᾱν , ἀμορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)